- αδιύλιστος
- -η, -ο (Α ἀδιύλιστος, -ον) [διυλίζω]αυτός που δεν έχει διυλιστεί, αφιλτράριστοςνεοελλ.ο ανεπίδεκτος διυλίσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιύλιστος — η, ο αστράγγιχτος, αφιλτράριστος: Το νερό όταν είναι αδιύλιστο περιέχει ξένα σώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιυλίστου — ἀδιύλιστος not strained masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιήθητος — η, ο (Α ἀδιήθητος, ον) [διηθῶ] αδιύλιστος, αφιλτράριστος, αστράγγιστος … Dictionary of Greek
αλαμπικάριστος — η, ο 1. ο μη αποσταγμένος, ο αδιύλιστος 2. αυτός που δεν κατακάθισε, ακαταστάλαχτος, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + λαμπικαριστός < λαμπικαρίζω, λαμπικάρω*] … Dictionary of Greek